Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Από την εποχή της ίδρυσής της, το 316/315 π.Χ., η Θεσσαλονίκη αποτελούσε πάντοτε μία σημαντική πόλη, η οποία κατάφερε να γνωρίσει ανάπτυξη και ευημερία λόγω του ασφαλούς της λιμανιού και της στρατηγικής εμπορικής της θέσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Σήμερα, η Θεσσαλονίκη είναι μια σύγχρονη πόλη της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον πληθυσμό της στη μητροπολιτική της περιοχή να ξεπερνά τους 1 εκατομμύριο πολίτες. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας μετά την Αθήνα και η μεγαλύτερη στη γεωγραφική και ιστορική περιοχή της Μακεδονίας. Θεωρείται από τις πιο ζωντανές, ρομαντικές και δημοφιλείς πόλεις της χώρας, με τις νέες γενιές της να γίνονται όλο και πιο ανοιχτές και εξωστρεφείς, καθώς προσπαθούν να απομακρυνθούν από ένα αρκετά πιο συντηρητικό παρελθόν.

Η γενικότερη τάση προς μια πιο εξωστρεφή πόλη, επιταχύνθηκε και από τη διοίκηση της πόλης (ειδικότερα μετά το 2010) και είχε ως αποτέλεσμα μία σημαντική αύξηση στον αριθμό επισκεπτών από το εξωτερικό, καθώς όλο και περισσότεροι ταξιδιώτες άρχισαν να “βλέπουν” τη Θεσσαλονίκη όχι μόνο ως μια ενδιάμεση στάση μεταξύ των πτήσεών τους μέσω του αεροδρομίου “Μακεδονία” (SKG), αλλά και ως τον βασικό ταξιδιωτικό τους προορισμό. Οι κοντινές παραλίες της Χαλκιδικής, η έντονη νυχτερινή ζωή της πόλης, οι μεγάλοι εμπορικοί της δρόμοι, τα εμπορικά κέντρα και η ξεχωριστή της κουζίνα, σε συνδυασμό με την πολλών αιώνων, πλούσια και πολύπλευρη πολιτιστική της κληρονομιά (Ελληνιστική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Οθωμανική και Εβραϊκή), είχαν ήδη διαμορφώσει έναν έτσι κι αλλιώς ελκυστικό και μοναδικό προορισμό.

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί, επίσης, ένα σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο με πολλά πανεπιστήμια, τεχνικές σχολές και κάθε τύπου εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ειδικότερα, η κεντρική θέση του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) – ενός από τα μεγαλύτερα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια – μαζί με τον πολύ μεγάλο αριθμό φοιτητών οι οποίοι ζουν γύρω από αυτό, έχουν μετατρέψει το κέντρο της Θεσσαλονίκη σε μια από τις πιο ζωντανές αστικές περιοχές της Ευρώπης.

Ο αυθεντικός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης, ωστόσο, πηγάζει από την ιστορία της, η οποία ξεκινά από το όνομά της, το όνομα της πριγκίπισσας Θεσσαλονίκης, κόρης του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β’ και ετεροθαλούς αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θεσσαλονίκη σημαίνει “Νίκη στη Θεσσαλία” και ήταν μια έμπνευση του πατέρα της ως τιμητική αναφορά στη νίκη των ενωμένων Μακεδονικών και Θεσσαλικών στρατευμάτων στη μάχη του Κρόκιου Πεδίου εναντίον των Φωκέων (353/352 π.Χ.). Ήταν η μάχη που καθιέρωσε την κυριαρχία του Αρχαίου Βασιλείου της Μακεδονίας υπό την κυριαρχία του Φιλίππου Β’.

Το όνομά της, ωστόσο, δόθηκε στην πόλη από τον ιδρυτή της και έναν εκ των αντίπαλων διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βασιλιά Κάσσανδρο, σύζυγο της Θεσσαλονίκης. Για την ίδρυση της νέας πόλης, ο Κάσσανδρος επέλεξε τον προϋπάρχοντα οικισμό της Θέρμης και του λιμανιού της διατάζοντας παράλληλα τους κατοίκους 26 άλλων παρακείμενων οικισμών να μετοικήσουν στην περιοχή. Σε αυτά τα πρώιμα χρόνια της πόλης, κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Θεσσαλονίκη σύντομα κατάφερε να γίνει το σημαντικότερο λιμάνι της Μακεδονίας αντικαθιστώντας αυτό της πρωτεύουσας Πέλλας, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υποβαθμίζεται λόγω της φυσικής εναπόθεσης ιζημάτων προερχόμενων από τους ποταμούς της περιοχής. Σήμερα τα αρχαία ερείπια της Πέλλας βρίσκονται σε απόσταση 28 χιλιομέτρων από τη θάλασσα του Θερμαϊκού κόλπου.

Τα φυσικά πλεονεκτήματα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και η ασφαλής στρατηγική του θέση το καθιστούσαν κατάλληλο για τον ελλιμενισμό των πολεμικών πλοίων του Μακεδονικού στόλου και ταυτόχρονα ευνοούσαν το εμπόριο μέσω του Αιγαίου. Ακόμη και μετά την πτώση του Βασιλείου της Μακεδονίας το 168 π.Χ. και την κυριαρχία της Ρώμης, η Θεσσαλονίκη συνέχισε να αναπτύσσεται ως ένας σημαντικός εμπορικός κόμβος στον άξονα της Εγνατίας οδού, ενώ το 148 π.Χ. κηρύχθηκε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Επαρχίας της Μακεδονίας εδραιώνοντας τη θέση της και τη σημασία της για τους επόμενους αιώνες.

Δύο αιώνες αργότερα, το 50/51 μ.Χ., ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε την πόλη κατά τη διάρκεια του δεύτερου ιεραποστολικού του ταξιδιού και η Θεσσαλονίκη έγινε ένα από τα πρώτα μέρη όπου κηρύχθηκε ο Χριστιανισμός – μια θρησκεία που στο μέλλον θα διαδραμάτιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις ζωές και στην κουλτούρα των Θεσσαλονικέων. Εν τω μεταξύ, όμως, η παγανιστική και αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδος της πόλης απείχε πολύ ακόμα από το τέλος της.

Η Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη έφτασε στο αποκορύφωμά της στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., με την ανέγερση των σημαντικότερων ρωμαϊκών μνημείων της πόλης (το Παλάτι του Γαλέριου, ο Ιππόδρομος, η Αψίδα του Θριάμβου και η Ροτόντα). Μια περίοδος η οποία χαρακτηριζόταν από τις διαιρέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο των οποίων η Θεσσαλονίκη έγινε διοικητικό κέντρο ενός εκ των αυτόνομων τμημάτων της υπό την κυριαρχία του Γαλέριου.

Λιγότερο από έναν αιώνα αργότερα, το 390 μ.Χ., 7.000 πολίτες της Θεσσαλονίκης, κυρίως ειδωλολάτρες, θα εκτελούνταν στον Ιππόδρομο της πόλης, με εντολή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Η αποτρόπαια αυτή πράξη, γνωστή ως Σφαγή της Θεσσαλονίκης, εκτελέστηκε από τους στρατιώτες της Γερμανικής φρουράς του Ρωμαϊκού Στρατού ως τιμωρία για την εξέγερση των κατοίκων της πόλης εναντίον της φρουράς και τον θάνατο του διοικητή της.
 

Μετά την πτώση της Ρώμης τον 5ο αιώνα μ.Χ., την εξάπλωση του Χριστιανισμού και την άνοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τότε γνωστή ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε, κατά κύριο λόγο, τις ελληνόφωνες ορθόδοξες περιοχές του Ρωμαϊκού Κόσμου) η Θεσσαλονίκη διατήρησε την ευημερία της και ταυτόχρονα έγινε καλλιτεχνικό και θρησκευτικό κέντρο των Ελληνορθόδοξων χριστιανών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεύτερο σε σημασία, πλούτο και πληθυσμό μόνο μετά την πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη.

Η Θεσσαλονίκη παρέμεινε σε αυτό το καθεστώς αν και αντιμετώπισε αρκετές πολιορκίες, λεηλασίες και καταλήψεις έως ότου κατακτήθηκε τελικά από τους Οθωμανούς το 1430 μ.Χ., ένα έτος που σημάδεψε το τέλος της Βυζαντινής περιόδου της πόλης, η οποία κράτησε για περισσότερα από 1.000 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκτενούς ιστορικής περιόδου, δημιουργήθηκαν μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης, τα οποία σήμερα είναι εγγεγραμμένα στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως μοναδικά και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του Βυζαντινού Πολιτισμού.

Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430 (και ενώ οι Βυζαντινές αρχές είχαν ήδη παραχωρήσει την πόλη από το 1423 στους Ενετούς, ελπίζοντας ότι οι τελευταίοι θα την υπερασπιζόντουσαν αποτελεσματικότερα από τη διαφαινόμενη Οθωμανική απειλή), αρκετοί από τους Έλληνες που είχαν επιζήσει εγκατέλειψαν την πόλη, ενώ πολλοί είχαν ήδη φύγει πριν την πολιορκία. Η Θεσσαλονίκη, στην οποία είχαν παραμείνει πλέον πολλοί λίγοι κάτοικοι, ήταν σχεδόν ερημωμένη και έτσι ο Σουλτάνος Μουράτ Β’ έθεσε ως στόχο να αποκαταστήσει τις πληθυσμιακές απώλειες του νέου του αποκτήματος. Αρκετοί μουσουλμάνοι διαφορετικής προέλευσης (Τούρκοι, Βούλγαροι και Αλβανοί) μετακινήθηκαν προς την πόλη, ακολουθούμενοι από Ασκεναζίτες Εβραίους από την Κεντρική Ευρώπη και κυρίως από Σεφαρδίτες Εβραίους, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Ισπανία και άλλες χώρες μετά το 1492.

Ως αποτέλεσμα αυτών των μετακινήσεων, ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης έγινε πιο εμφανής από ποτέ και η συνολική φυσιογνωμία της πόλης άλλαξε δραστικά. Οι περισσότερες από τις Βυζαντινές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ μιναρέδες, χαμάμ και άλλα Oθωμανικά κτήρια ανεγέρθησαν σε όλη την πόλη μαζί με νέες οχυρώσεις (Λευκός Πύργος, Πύργος της Αλύσεως, Φρούριο Βαρδάρη) ή προσθήκες στις προϋπάρχουσες (όπως π.χ. οι επεμβάσεις στο Φρούριο Ακρόπολης, γνωστό ως Επταπύργιο ή Γεντί Κουλέ).

Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός της Εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης συνέχιζε να αυξάνεται και στις αρχές του 16ου αιώνα είχε φτάσει στα 15.715 άτομα, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού της πόλης (54%), αποτελώντας πλέον μια από τις μεγαλύτερες Εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη. Η Θεσσαλονίκη έγινε η μόνη πόλη της Γηραιάς ηπείρου όπου οι Εβραίοι ήταν πλειοψηφία και για αυτόν τον λόγο της δόθηκαν τα ονόματα «Μητέρα του Ισραήλ» και «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Μια πόλη η οποία πριν από τη μετανάστευση των Ασκεναζιτών και Σεφαρδιτών φιλοξενούσε, επίσης, τους Ρωμανιώτες Εβραίους, μια ελληνόφωνη και από τις αρχαιότερες κοινότητες της Εβραϊκής διασποράς από τα Ελληνιστικά χρόνια (ήταν στη δική τους συναγωγή που το 50/51 μ.Χ., ο Απόστολος Παύλος κήρυξε τον Χριστιανισμό για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη).

Κατά τους πέντε σχεδόν αιώνες που η Θεσσαλονίκη ήταν υπό Οθωμανική κυριαρχία, Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι διαφόρων καταγωγών, μαζί με άλλες μικρότερες μειονότητες και αλλοδαπούς από την Ευρώπη, ζούσαν στις δικές τους γειτονιές, χωρίς σοβαρές αντιπαλότητες μεταξύ τους. Οι χριστιανοί ζούσαν κοντά στο ανακτορικό συγκρότημα του Γαλέριου και γύρω από τις όποιες εκκλησίες τους είχαν απομείνει, οι Εβραίοι ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως κάτω από την οδό Εγνατίας, κοντά στο θαλάσσιο τείχος και στο λιμάνι, ενώ οι περισσότεροι μουσουλμάνοι ζούσαν στην Άνω Πόλη. Σήμερα, στην οδό Απόστολου Παύλου, νοτιοανατολικά της Άνω Πόλης, υπάρχει το μουσείο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του ιδρυτή της Δημοκρατίας της Τουρκίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1881 και έζησε στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της ζωής του.

Η Οθωμανική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη έληξε στις 26 Οκτωβρίου 1912, όταν ο Ταχσίν Πασάς την παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος είχε φτάσει έξω από την πόλη υπό την ηγεσία του Πρίγκιπα Κωνσταντίνου κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Ένα χρόνο αργότερα, μετά και τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, η Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκε επισήμως στο ελληνικό κράτος. Την εποχή εκείνη κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη 61.439 Εβραίοι (39%), 45.889 Οθωμανοί (29%), 39.956 Έλληνες (25%), 6.263 Βούλγαροι (4%), 2.721 Ρομά (2%) και 1.621 (1%) πολίτες άλλης καταγωγής (Απογραφή Ελληνικής Κυβέρνησης του 1913).

Λίγα χρόνια αργότερα, το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου της πόλης καταστράφηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917, αφήνοντας άστεγους περισσότερους από 72.500 ανθρώπους, εκ των οποίων περίπου οι 50.000 ήταν Εβραίοι. Μετά την πυρκαγιά, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει ένα νέο σχέδιο για τη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής – μια απόφαση η οποία σήμαινε τη ριζική ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό των παλαιών αστικών δομών, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για την πόλη. Το έργο ανατέθηκε στον Γάλλο αρχιτέκτονα, πολεοδόμο και αρχαιολόγο Ερνέστ Εμπράρ (Ernest Hébrard).
 

Το σχέδιο του Εμπράρ είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου πόλης με εμπορικές λειτουργίες, σχεδιασμένο με λεωφόρους και μοντέρνους δρόμους, μεγάλες πλατείες και πάρκα. Ταυτόχρονα, το νέο σχέδιο θα έδινε προτεραιότητα στα Βυζαντινά και Ρωμαϊκά μνημεία της πόλης χωρίς να προσπαθεί να αποκαταστήσει τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά της τα οποία είχαν διαμορφωθεί κατά την Οθωμανική περίοδο. Αν και το σχέδιο του Εμπράρ δεν εφαρμόστηκε πλήρως, οι πρώην οικιστικές γειτονιές του κέντρου της πόλης έπρεπε να μετακινηθούν και εκείνοι που είχαν χάσει τα σπίτια τους στη φωτιά θα έπρεπε να μετεγκατασταθούν σε άλλες, λιγότερο κεντρικές περιοχές της πόλης, επωμιζόμενοι ένα ακόμα βάρος. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από τους Εβραίους της πόλης, αν και αποζημιώθηκαν οικονομικά, επέλεξαν να μεταναστεύσουν.

Η επόμενη πρόκληση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Θεσσαλονίκη, και η οποία είχε να κάνει και πάλι με ανθρώπινη δυστυχία, ήταν η ανταλλαγή πληθυσμού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά τη διετία 1923-1924, ως συνέπεια της ήττας του ελληνικού στρατού κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922, καθώς και η έλευση προσφύγων στην πόλη, η οποία ήδη συντελούταν πριν από την επίσημη ανταλλαγή. Οι Μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης έπρεπε να μεταναστεύσουν στην Τουρκία και περίπου 160.000 Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες, κυρίως από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, εγκαταστάθηκαν στην πόλη, σε πρόχειρους συνήθως καταυλισμούς, επιβιώνοντας για πολλά χρόνια σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.

Ωστόσο, τα τραγικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας της Θεσσαλονίκης δεν είχαν ακόμα τελειώσει. Τον Μάρτιο του 1943, μετά από δύο χρόνια Γερμανικής κατοχής κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου (και αφού οι Εβραίοι της πόλης αναγκάστηκαν αρχικά να ζήσουν σε γκέτο, κοντά στον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό), 45.000 έως 50.000 περίπου Θεσσαλονικείς Εβραίοι, έως και 95% του πληθυσμού τους, υποχρεώθηκαν από τους Ναζί να επιβιβαστούν σε βαγόνια εμπορικών αμαξοστοιχιών με κατεύθυνση τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης του Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου και άλλα στρατόπεδα στην Πολωνία και στη Γερμανία. Οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων σχεδόν αμέσως μόλις έφθασαν. Εκτιμάται ότι μόνο το 4% των απελαθέντων Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη επιβίωσαν και ακόμη λιγότεροι επέστρεψαν. Σήμερα στην πόλη ζούνε περίπου 1.000 Εβραίοι.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις τραγικές ανθρώπινες απώλειες και τις καταστροφές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η Θεσσαλονίκη κατόρθωσε να αναπτυχθεί και να εκσυγχρονιστεί – αν και δυστυχώς με έναν βιαστικό και αποσυνδεδεμένο από το παρελθόν της τρόπο – προχωρώντας στις δεκαετίες που ακολούθησαν ως μία σύγχρονη Ευρωπαϊκή πόλη, η οποία προσπαθεί συνεχώς να εξελιχθεί.